Η Βιοπολιστική Προσέγγιση της Τοπικής Ανάπτυξης: Ο Βιοπολιτιστικός Σχεδιασμός του Πάρκου Αντώνης Τρίτσης στο Δήμο Ιλίου
Το «Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Αντώνης Τρίτσης» είναι το μεγαλύτερο αστικό πάρκο της Ελλάδας και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης και αποτελεί μία ευεργετική όαση πρασίνου πολύ σημαντική για τη δυτική Αττική. Από την μετατροπή του σε πάρκο μέσω εκτεταμένων παρεμβάσεων το 1992 και για 30 σχεδόν χρόνια το μεγάλο κόστος συντήρησης, η έλλειψη χρηματοδότησης από την κεντρική διακυβέρνηση, οι αστοχίες και οι συγκρούσεις φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης που διεκδικούν την αποκλειστική διαχείριση και η νοοτροπία των πολιτών που ταυτίζουν το δημόσιο χώρο με την ελευθεριότητα, οδήγησε σε καταστροφή των υποδομών και εκτεταμένη υποβάθμιση του. Μόλις το 2019 η κεντρική διακυβέρνηση έδειξε ενδιαφέρον παραχωρώντας τη διαχείριση στην Περιφέρεια Αττικής η οποία εξασφάλισε χρηματοδοτήσεις για έργα μερικής αποκατάστασης των ζημιών που έχουν αρχίσει να υλοποιούνται. Ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτό δεν επαρκεί, καθώς ποτέ δεν έγινε σχεδιασμός για τη βιωσιμότητα του πάρκου γεγονός που το κάνει να εξαρτάται από συνεχείς έκτακτες κρατικές επιχορηγήσεις. Το σύνολο σχεδόν των ερευνητών που προτείνουν λύσεις, δεν εντάσσουν στο σκεπτικό τους την πολιτισμική αξιοποίηση της περιοχής. Το πάρκο αποτελεί σήμερα μέρος της περιοχής που αποκαλούνταν στα τέλη της μέσα του 1800 Επτάλοφος και αποτελούσε ένα πρότυπο αγρόκτημα για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, που οραματίστηκε η βασίλισσα Αμαλία. Στο μικρό μέρος της περιοχής που συνορεύει με το πάρκο βρίσκεται ακόμα και σήμερα ο Πύργος της Βασιλίσσης, ένα πολύ μικρότερο αγρόκτημα με ανεκτίμητα μνημεία της εποχής της πρώτης βασιλικής περιόδου της Ελλάδας, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια του ιδιώτη που τα προστάτευσε αποτελεσματικά για 120 και πλέον χρόνια. Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι τα μνημεία πολιτισμικής κληρονομιάς προστατεύονται καλύτερα και αξιοποιούνται όταν εντάσσονται στο περιβάλλον τους, οπότε η παρούσα εργασία έρχεται να προτείνει την ολιστική αξιοποίηση της περιοχής και να αναζητήσει τρόπους συνεργασίας μεταξύ των δύο χρήσεων, εκμεταλλευόμενη την αντιστροφή του κλίματος που υπήρχε ενάντια σε μνημεία που σχετίζονται με την μοναρχία στην Ελλάδα. Καταγράφηκαν οι απόψεις των φορέων που σχετίζονται με την περιοχή και από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι δεν αξιοποιείται επαρκώς η πολιτισμική της διάσταση, οι επισκέπτες έχουν άγνοια για την ιστορική και πολιτιστική της σημασία και όπως ήτανΤο «Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Αντώνης Τρίτσης» είναι το μεγαλύτερο αστικό πάρκο της Ελλάδας και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης και αποτελεί μία ευεργετική όαση πρασίνου πολύ σημαντική για τη δυτική Αττική. Από την μετατροπή του σε πάρκο μέσω εκτεταμένων παρεμβάσεων το 1992 και για 30 σχεδόν χρόνια το μεγάλο κόστος συντήρησης, η έλλειψη χρηματοδότησης από την κεντρική διακυβέρνηση, οι αστοχίες και οι συγκρούσεις φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης που διεκδικούν την αποκλειστική διαχείριση και η νοοτροπία των πολιτών που ταυτίζουν το δημόσιο χώρο με την ελευθεριότητα, οδήγησε σε καταστροφή των υποδομών και εκτεταμένη υποβάθμιση του. Μόλις το 2019 η κεντρική διακυβέρνηση έδειξε ενδιαφέρον παραχωρώντας τη διαχείριση στην Περιφέρεια Αττικής η οποία εξασφάλισε χρηματοδοτήσεις για έργα μερικής αποκατάστασης των ζημιών που έχουν αρχίσει να υλοποιούνται. Ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτό δεν επαρκεί, καθώς ποτέ δεν έγινε σχεδιασμός για τη βιωσιμότητα του πάρκου γεγονός που το κάνει να εξαρτάται από συνεχείς έκτακτες κρατικές επιχορηγήσεις. Το σύνολο σχεδόν των ερευνητών που προτείνουν λύσεις, δεν εντάσσουν στο σκεπτικό τους την πολιτισμική αξιοποίηση της περιοχής. Το πάρκο αποτελεί σήμερα μέρος της περιοχής που αποκαλούνταν στα τέλη της μέσα του 1800 Επτάλοφος και αποτελούσε ένα πρότυπο αγρόκτημα για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, που οραματίστηκε η βασίλισσα Αμαλία. Στο μικρό μέρος της περιοχής που συνορεύει με το πάρκο βρίσκεται ακόμα και σήμερα ο Πύργος της Βασιλίσσης, ένα πολύ μικρότερο αγρόκτημα με ανεκτίμητα μνημεία της εποχής της πρώτης βασιλικής περιόδου της Ελλάδας, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια του ιδιώτη που τα προστάτευσε αποτελεσματικά για 120 και πλέον χρόνια. Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι τα μνημεία πολιτισμικής κληρονομιάς προστατεύονται καλύτερα και αξιοποιούνται όταν εντάσσονται στο περιβάλλον τους, οπότε η παρούσα εργασία έρχεται να προτείνει την ολιστική αξιοποίηση της περιοχής και να αναζητήσει τρόπους συνεργασίας μεταξύ των δύο χρήσεων, εκμεταλλευόμενη την αντιστροφή του κλίματος που υπήρχε ενάντια σε μνημεία που σχετίζονται με την μοναρχία στην Ελλάδα. Καταγράφηκαν οι απόψεις των φορέων που σχετίζονται με την περιοχή και από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι δεν αξιοποιείται επαρκώς η πολιτισμική της διάσταση, οι επισκέπτες έχουν άγνοια για την ιστορική και πολιτιστική της σημασία και όπως ήταν3αναμενόμενο το κύριο εμπόδιο για συνεργασίες είναι ο χαρακτήρας της κάθε χρήσης, δημόσιος και ιδιωτικός αντίστοιχα